τριβέων

τριβέων
τριβεύς
rubber
masc gen pl
τριβέω̆ν , τριβεύς
rubber
masc gen pl
τριβή
rubbing
fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτεμποργκ — Πόλη (504.000 κάτ. το 2002) της νοτιοδυτικής Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γ. Μπόχους. Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Γκέτα, περίπου 550 χλμ. δυτικά της Στοκχόλμης. Αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας και το μεγαλύτερο λιμάνι της. Το Γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”